μαχαιροφόρος

μαχαιροφόρος
μαχαιροφόρος
wearing a sabre
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαχαιροφόρος — α, ο (Α μαχαιροφόρος, ον) αυτός που κρατάει μαχαίρι, ο οπλισμένος με μαχαίρι («τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος ἐκ πάσης Ἀσίας ἕπεται», Αισχύλ.) νεοελλ. ο μαχαιροβγάλτης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαχαιροφόρος ο οπλισμένος με πολεμική μάχαιρα, ο ξιφοφόρος 2 …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροφόρον — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc sg μαχαιροφόρος wearing a sabre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιροφόροι — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιροφόροις — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιροφόρους — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιροφόρων — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροφορώ — (Α μαχαιροφορῶ, έω) [μαχαιροφόρος] κρατώ μαχαίρι, είμαι οπλισμένος με μαχαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”